νεμόρεδος

νεμόρεδος
και εσφ. γρφ
ναιμόρεδος, ο
ζωολ. γένος αιγόμορφων αρτιοδάκτυλων μηρυκαστικών τής οικογένειας bovidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nemorhaedus < λατ. nemus, -oris «δάσος» + haedus «ερίφιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”